H περασμένη Κυριακή ήταν σχετικά καλή για τους Βρετανούς φανς των αγώνων μοτοσυκλέτας. Οι 4 πρώτοι που τερμάτισαν και στους 2 αγώνες του WSBK ήταν Βρετανοί οδηγοί ενώ ο Kyle Ryde που αγωνιζόταν με wild card στον πρώτο του αγώνα στο WSBK κατέκτησε επάξια μια θέση στο βάθρο.
Παρόλα αυτά, λιγότεροι από 16.000 θεατές βρέθηκαν στο Donington Park για να παρακουθήσουν το θέαμα.
Όταν προσδοκάς σε ένα μεγάλο αριθμό θεατών αλλά τελικά βλέπεις τον πραγματικό αριθμό θεατών που πλήρωσαν εισιτήριο για να δουν τον αγώνα, έρχεται η απογοήτευση.
Μια φορά και έναν καιρό, οι βρετανοί λάτρεις του αθλήματος της ταχύτητας στοιβάζονταν στο Brands Hatch για να παρακολουθήσουν παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike. Αν και ο ισχυρισμός ότι στην πίστα του Kent οι θεατές έφταναν τους 100,000 ήταν μάλλον υπερβολή, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η πίστα ήταν γεμάτη. Οι φανς κρέμονταν κυριολεκτικά από τα προστατευτικά στην προσπάθειά τους να δουν τους αγαπημένους τους ήρωες να αγωνίζονται. Τότε τι πήγε στραβά;
Μακάρι να αγωνίζονταν πάλι οι μοτοσυκλέτες του WSBK στο Brands άλλη μια φορά λένε οι φανς. Ειλικρινά πιστεύω ότι η καλή εικόνα του Brands το καλοκαίρι οφειλόταν στο ότι ήταν Αύγουστος και οι μέρες ήταν πολύ ζεστές και ηλιολουστες. Ο καλός καιρός είναι ένα αποδεδειγμένο κίνητρο για οποιοδήποτε άθλημα σε εξωτερικό χώρο και η μοτοσυκλέτα είναι ένα από αυτά.
Από την άλλη μεριά, μερικές ακτίνες ήλιου και κάποιοι βαθμοί παραπάνω στη θερμοκρασία δεν μπορούν να εξηγήσουν τη μαζική μείωση στη θέαση του αθλήματος τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια. Υπήρχε πάντα μια πολύ μεγάλη βρετανική παρουσία στο παγκόσμιο πρωτάθλημα superbikes και η βρετανική παρουσία είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Αλλά τα πλήθη εξακολουθούν να απουσιάζουν από τις πίστες.
The racing is excellent: fans often compare the WSBK races favorably to MotoGP, in terms of close battles and unpredictable winners. So that can’t be it either.
The bikes are perhaps not as trick as they were ten years ago, the formula simplified in pursuit of cost-cutting. Justifiably so: this is supposed to be production racing, after all, and not prototypes in disguise.
Η ποιότητα των αγώνων είναι εξαιρετική. Πολλές φορές οι οπαδοί του αθλήματος υποστηρίζουν το άθλημα σε σχέση με το motoGP, για τις ωραίες μάχες σώμα με σώμα και για το ότι οι νικητές είναι απρόβλεπτοι. Έτσι, ούτε το επίπεδο μπορεί να είναι η αιτία.
Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι τόσο πολύπλοκες όσο πριν 10 χρόνια, η φόρμουλα έχει γίνει απλή με σκοπό τη μείωση κόστους. Δικαιολογημένα: αυτό υποτίθεται ότι είναι αγώνες μοτοσυκλετών παραγωγής και όχι μεταμφιεσμένων πρωτοτύπων κατασκευών.
Η ισορροπία είναι πολύ σωστή επίσης. Πέντε από τους 8 κατασκευαστές ανέβηκαν στο βάθρο τον περασμένο χρόνο, τέσσερις από αυτούς μάζεψαν νίκες. Ωραίοι αγώνες, ωραίοι οδηγοί, κι όμως οι κερκίδες όχι γεμάτες. Το βρετανικό πρωτάθλημα BSB από το οποίο προέρχονται οι περισσότεροι από τους καλούς οδηγούς του WSBK, παρόλο που γίνεται σε χειρότερη εποχή μαζεύει τον διπλάσιο κόσμο από το παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike.
Ποιο είναι το μυστικό του BSB; Γιατί θριαμβεύει σε σχέση με το WSBK; Η απάντηση είναι απλή: Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ.
Ο επικεφαλής του BSB, Stuart Higgs, εχει κατανοήσει ότι αυτό το πράγμα που διαχειρίζεται είναι πάνω από όλα ένα σώου φτιαγμένο για να καλύπτει ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο των οπαδών. Υπάρχουν πολλά προϊόντα ψυχαγωγίας που καταναλώνουν το χρόνο και το χρήμα των θεατών, γι’ αυτό πρέπει να πεισθούν ότι για να ξοδέψουν τα λεφτά τους και το χρόνο τους εκεί, πρέπει να αξίζει τον κόπο.
Η μαύρη αλήθεια που κανείς από τους δογματικούς του αθλήματος δεν θέλει να δει κατάματα είναι ότι οι επαγγελματικοί αγώνες ταχύτητας μοτοσυκλέτας, ακριβώς όπως κάθε άλλο επαγγελματικό άθλημα είναι ένα προϊόν ψυχαγωγίας.
Ο Barry Hearn, προωθητής αγώνων box, το θέτει ως εξής: “Τα σπορ είναι η σαπουνόπερα των αντρών.” Είναι ένα δράμα χωρίς σενάριο που βασίζεται σε μια ανταγωνιστική δραστηριότητα, με το “δράμα” στην προκειμένη περίπτωση να σημαίνει οτι το αποτέλεσμα του αγώνα είναι άγνωστο.
Είναι μια ελεύθερης μορφής αφήγηση, με την ιστορία να φτιάχνεται δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο, γύρο με γύρο καθώς εξελίσσεται ο αγώνας. Μαθαίνουμε πώς τελειώνει η ιστορία μόνο όταν πέφτει η καρώ σημαία, παρόλο που σε κάποιους αγώνες η ιστορία έχει γραφτεί σε πέτρινες πλάκες από την στιγμή που θα σβήσουν τα φώτα. Και το καλύτερο πράγμα είναι ότι μετά από δυό εβδομάδες το ξανακάνουν όλο αυτό από την αρχή. Κάθε ατομική ιστορία είναι μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας, που οδηγεί στο πρωτάθλημα και αυτό με τη σειρά του γίνεται μια μεγαλύτερη συλλογή από ιστορίες, τίτλους, αντιπαλότητες και συμμαχίες.
Για να είναι όμως ενδιαφέρουσα μια ιστορία, θέλει χαρακτήρες. Χωρίς κάποιον να υποστηρίζεις, ή κάποιον να βρίζεις δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον απλά στο να ξέρεις ποιος κέρδισε τον αγώνα. Ένας δογματικός θα έλεγε ότι υποστηρίζεις κάποιον οδηγό λόγω του ταλέντου που πιστεύεις ότι έχει. Αυτό φυσικά είναι μια ανοησία. Το να κρίνεις το ταλέντο ενός οδηγού είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Κοίτα πόσοι οδηγοί έχουν χάσει την αξία τους μετά από μια κακή σεζόν ή πόσοι ήταν απαρατήρητοι μέχρι να προσχωρήσουν σε μία δυνατή ομάδα και να αποκτήσουν μια καλύτερη μοτοσυκλέτα. Ακόμη και οι αποκαλούμενοι εξπερ εδώ κάνουν λάθος. Πολλοί από εμάς γράψαμε οτι ο Βαλεντίνο Ρόσσι είναι γέρος. Αυτή τη στιγμή ο Ροσσι είναι πρωτοπόρος.
Έτσι οι οδηγοί κερδίζουν την υποστήριξή μας (ή το αντίθετο) που βασίζεται στην αντίληψη που έχουμε για την προσωπικότητά τους, η οποία αποκτήθηκε από φευγαλέες ματιές στην τηλεόραση, και ακόμα πιο σύντομες σε δημόσιες εκδηλώσεις που παρευθρέθηκαν. Στην πραγματική ζωή, μπορεί να μιλάμε ένα ολόκληρο βράδυ με κάποιον και να σκεφτούμε: φαίνεται καλό άτομο. Μας παίρνει όμως μόλις 15 δευτερόλεπτα για να αποφασίσουμε ότι λατρεύουμε ή μισούμε τους σταρς του αθλήματος που παρακολουθούμε. Στα δημοφιλή αθλήματα, είτε το σχεδιάζουν αυτό είτε υπάρχουν οι κατάλληλες προσωπικότητες που αγωνίζονται σε αυτά. Ως επί το πλείστον, στους αγώνες μοτοσυκλέτας συμβαίνει το δεύτερο, με οδηγούς σταρ, που έχουν κατανοήσει το ρόλο τους και πώς να δημιουργήσουν και να διαχειριστούν την καλλιτεχνική τους λάμψη.
Ο Giacomo Agostini αλλά πολύ περισσότερο ο Barry Sheene έδειξαν να το καταλαβαίνουν αυτό πολύ καλά. Και οι δυο ήταν εξαιρετικά ταλαντούχοι οδηγοί οι οποίοι όμως έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν και από πολύ κόσμο εκτός αθλήματος. Πιο σύγχρονος, ο Valentino Rossi φαίνεται να είναι ο κυρίαρχος της διαχείρισης των media και ένας άξιος διάδοχος του Barry Sheene. O Rossi έφτασε στην κορυφή γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι οπαδοί εκτός από κάποιον να αγαπούν, θέλουν και κάποιον να μισούν. Η πίστη σε κάποιο είδωλο είναι πολύ πιο έντονη όταν υπάρχει “ο άλλος” που θα τραβήξει το μίσος μας.
Ο Rossi έβαλε τον Max Biaggi σε αυτόν τον ρόλο χωρίς ο Biaggi να καταλάβει καν σε τι ρόλο μπήκε. Ακολούθησε ο Sete Gibernau, σε λιγότερο βαθμό και τότε εμφανίστηκε ο Casey Stoner, ο αντίπαλος που “έφτιαξε” τον Rossi. Ήταν ό,τι δεν ήταν ο Rossi: οξύθυμος, καθαρός-ειλικρινής στο λόγο του και ντροπαλός με τα media. Πάνω από όλα όμως ήταν ένας γρήγορος οδηγός που έκανε την αξία του αντιπάλου του ακόμα μεγαλύτερη.
Η αντιπαλότητα του Rossi με τον Stoner, είναι ένα υπόδειγμα μελέτης του πώς να δημιουργήσεις ένα δράμα εκτός πίστας. Υπήρξαν αμέτρητα παραδείγματα με περιστατικά αλλά εγώ θυμάμαι ένα στο Aragon το 2010. O Rossi και ο Stoner, γνωρίζοντας ότι θα πάνε σε διαφορετικές εταιρείες αντάλλαξαν βρισιές μπροστά στις κάμερες. Ο Rossi κατηγόρησε τον Stoner ότι δεν προσπάθησε αρκετά, όταν εξηγούσε το αποτέλεσμα.Ο Stoner είπε ότι ο Rossi θα έπρεπε να προσέχει τα λόγια του. Εμείς, οι άνθρωποι των media που ήμασταν εκεί τρέχαμε από την Ducati στη Yamaha σαν παιδιά έτοιμα να ξεκινήσουν καυγά στην αυλή του σχολείου. “Ο Valentino μόλις είπε αυτό” λέγαμε στον Stoner, “O Casey μόλις είπε αυτό” λέγαμε στον Valentino. Πολλές στήλες γέμισαν εκείνο το Σαββατοκύριακο.
Μια φορά κι έναν καιρό, το παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike είχε τον δικό του κυρίαρχο των media. O Carl Fogarty ήταν ένα αστέρι των μαζών με τεράστια δύναμη έλξης.Ήταν διάσημος όχι μόνο για τις νίκες του στους αγώνες και τα πρωταθλήματα που είχε κερδίσει, αλλά και για τις αντιπαλότητες που δημιουργούσε, την τριβή που προκαλούσε, δίνοντας στους οπαδούς του κάποιον να μισούν αλλά και ταυτόχρονα αφήνοντας τους οπαδούς των αντιπάλων του να μισήσουν αυτόν.
Οι υποτιθέμενοι 100.000 θεατές που ήρθαν στο Brands Hatch για να παρακολουθήσουν το πρωτάθλημα WSBK ήταν εκεί για να δουν τον Foggy. Αν όχι να τον δουν να νικάει, ήθελαν να τον δουν να χάνει. Το καλύτερο συμβάν της εποχής εκείνης έγινε στο Assen όταν ο Fogarty είχε πετάξει έξω στο χαλίκι τον Frankie Chili λίγο πριν το τελικό σικέιν. Την ώρα που ο Fogarty έδινε συνέντευξη Τύπου, ο Chili φορώντας μια ρόμπα έβριζε τον Fogarty κατηγορώντας τον για οτιδήποτε κακό έχει συμβεί στην οικουμένη. Είναι μια στιγμή που θα μείνει αξέχαστη στους φανς του WSBK.
Aντίθετα οι αγώνες του Grand Prix (o πρόδρομος του motoGP) υπέφεραν από έλλειψη ενδιαφέροντος ειδικά κατά τη διάρκεια που ο Mick Doohan κυριαρχούσε στο άθλημα. Ο Doohan ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους οδηγούς που έχουν περάσει από το αθλητικό στερέωμα, αλλά βλέποντάς τον να παίρνει τη μία μετά την άλλη καταθλιπτική νίκη δεν χαιρόταν κανείς παρά ο ίδιος και η ομάδα του.
Οδηγούσε μοτοσυκλέτες που άλλοι οδηγοί δεν μπορούσαν και ο αρχηγός της ομάδας του ο Jerry Burgess έκανε αυτές τις μοτοσυκλέτες να λειτουργούν τέλεια. Παρόλα αυτά οι φανς του εξαφανίζονταν κατά κοπάδια. Οι θεατές στο grand prix του Donington στο τέλος του ’90 ήταν παρόμοιοι σε αριθμό όπως και την περασμένη εβδομάδα στο WSBK. Αυτή η αντιστροφή της τύχης δείχνει το δρόμο προς τους αγώνες WSBK. Εάν η Dorna μπορέσει να χτίσει χαρακτήρες τους οποίους να προβάλει μέσω της τηλεόρασης και του Τύπου τότε θα δημιουργήσει μεγάλο ενδιαφέρον γύρω από το παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike.
O Jonathan Rea είναι ένας ήσυχος αλλά γεμάτος ένταση άνθρωπος. Ο Chaz Davies έχει μια κοφτερή εξυπνάδα σε συνδυασμό με ένα ιδιόμορφο χιούμορ. Ο Leon Haslam έχει ένα βαρύ, μελαγχολικό χαρακτήρα. Ο Sylvain Guintoli είναι ένας χαρούμενος Γάλλος που φαίνεται να βρίσκει πάντα κάτι αισόδοξο στα πράγματα.
Το πρόβλημα με το πρωτάθλημα Superbike είναι ότι αυτοί οι χαρακτήρες δεν προκαλούν καμία σοβαρή αντίθεση. Όλοι οι αναβάτες είναι αγαπητοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Δεν υπάρχουν αντι-ήρωες, δεν υπάρχουν οδηγοί να μισήσει το κοινό.
Το πιο κοντινό σε αυτό που περιγράφω είναι ο Kenan Sofuoglu του οποίου η αντιπαλότητα με τον Jules Cluzel πάει να λάβει θρυλικές διαστάσεις. Οι αμοιβαίες προσβολές και ο θυμός είναι αληθινά και σίγουρα διασκεδαστικά αλλά το πρωτάθλημα Supersport είναι αρκετά άγνωστο και όχι τόσο αγαπητό για να λειτουργήσει ως υποκατάστατο του WSBK.
Όσο συναρπαστικές και αν είναι οι υπόλοιπες κατηγορίες, δεν είναι παρά δευτερεύουσες σε σχέση με τα “μεγάλα αγόρια” που ο καθένας γνωρίζει το όνομά τους και οποιαδήποτε αδυναμία έχουν.
Αυτό που χρειάζεται το παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbikes δεν είναι ένας ήρωας αλλά ένας αντι-ήρωας. Οι οπαδοί θέλουν κάποιον να μισήσουν, κάποιον που οι δυνητικοί ήρωες να προσπαθήσουν πολύ να νικήσουν. Η δημιουργία ενός αντι-ήρωα μπορεί να είναι πιο εύκολη από τη δημιουργία ενός ήρωα αλλά δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.
Ο “κακός” είναι αυτός που θα τραβήξει την προσοχή του κοινού με την κακή έννοια, θα πει το λάθος πράγμα, θα ανταγωνιστεί ακόμα και τους οπαδούς του αντιπάλου του. Οι φανς θα πρέπει να ερμηνεύουν τα λόγια του και τις πράξεις του με τον χειρότερο τρόπο. Αυτό απαιτεί ένα συγκεκριμένο είδος χαρακτήρα.
Ο Max Biaggi το είχε αυτό αλλά έχει αποσυρθεί. Ο Marco Melandri ήταν πολύ κοντά αλλά είναι μακριά σε επιδόσεις αυτή τη στιγμή για να μπορέσει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Μπορείς να δημιουργήσεις χαρακτήρες μέσα από επαγγελματίες αθλητές και αθλήτριες; Φυσικά και μπορείς με τη σωστή διαχείριση.
Ο Barry Hearn πήρε τα αθλήματα darts και snooker, δύο από τα πιο ανιαρά σπορ και τα μετέτρεψε σε βιομηχανίες πολλών εκατομμυρίων.
Με ανθρώπους που έμοιαζαν με λογιστές, οι οποίοι έπαιζαν ένα βαρετό άθλημα με τρομερά βαρετό ρυθμό κατάφερε να δημιουργήσει ένα τηλεοπτικό κοινό πολλών εκατομμυρίων θεατών.
Υπέρβαροι, απωθητικοί στην εμφάνιση παίκτες του darts τραβολογούνται από τους φανς όπου και να βρεθούν. Η υστερία που τους περιβάλλει δημιουργήθηκε σχεδόν από το τίποτα.
Βέβαια, είναι πολύ πιο εύκολο να ελέγχεις το καστ των χαρακτήρων σου όταν ελέγχεις ολόκληρο το πρωτάθλημα και όταν δεν απαιτείται εξοπλισμός εκατομμυρίων δολαρίων.
Τα εταιρικά συμφέροντα που εμπλέκονται κάνουν πάρα πολύ δύσκολο το να δημιουργηθούν αντιπαραθέσεις. Οι χορηγοί -με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή της Monster– διαλέγουν οδηγούς που είναι διάσημοι αλλά όχι κακόφημοι. Θέλουν να παρουσιάζουν στους εταίρους τους ανθρώπους που δεν θα τους εκθέσουν λέγοντας κάτι δυσάρεστο.
Χίλιες φορές χειρότεροι από τους χορηγούς είναι οι κατασκευαστές. Τα εργοστάσια φοβούνται τις διαφωνίες όσο τίποτε άλλο, σε τέτοιο βαθμό που πιέζουν τους οδηγούς να τηρήσουν τον κώδικα των ΜΜΕ και να περιορίσουν αυτό που θέλουν οι ίδιοι να πουν. Η κριτική απαγορεύεται και αυτή η απαγόρευση συνοδεύεται από πολύ μεγάλα πρόστιμα. Λέγοντας ένα λάθος πράγμα ως οδηγός, πρέπει να αποχαιρετίσεις μεγάλο τμήμα του μισθού σου.
Ευτυχώς στην περίπτωση του WSBK οι κατασκευαστές έχουν μικρότερο λόγο. Οι ομάδες αγωνίζονται χωρίς την υποστήριξη του εργοστασίου ή μόνο με έμμεση υποστήριξη και η Dorna θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερες διαφωνίες μεταξύ των οδηγών και των ομάδων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει “καλούς και κακούς”, να τονιστεί η μία πλευρά του χαρακτήρα ενός οδηγού και να έρθει σε αντιπαράθεση με τους άλλους. Θα μπορούσαν δηλαδή να δώσουν στους οπαδούς λόγους να λατρεύουν έναν οδηγό και να μισούν κάποιον άλλον.
Όλους τους οδηγούς συμφέρει αυτό. Ακόμη και αυτοί που εγείρουν το μίσος, μεγαλώνουν τον αριθμό των οπαδών τους. Πάντα υπάρχουν οι οπαδοί που παίρνουν το μέρος του “κακού”.
Οι φανς των Raiders, οι φανς των Millwall μισούσαν το κατεστημένο.
Η ακεραιότητα του αθλήματος τελειώνει μέσα στην πίστα: όσο υπάρχει ένα επίπεδο στην πίστα και ένας ουδέτερος κριτής να εξασφαλίζουν το ευ αγωνίζεσθαι και την ισοτιμία μεταξύ των οδηγών, τότε τα πράγματα θα είναι καλά για το άθλημα.
Δεν υπάρχει ανάγκη να επεμβαίνει κάποιος στον αγώνα εκτός από το να διασφαλίσει ότι θα τηρηθούν οι κανόνες. Το ενδιαφέρον βρίσκεται εκτός πίστας, στα ΜΜΕ, μεταξύ των οπαδών και στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Η Dorna θα μπορούσε να βοηθήσει το WSBK να κερδίσει έδαφος φτιάχνοντας μια καλύτερη ιστορία, δημιουργώντας πιο λαμπερούς χαρακτήρες από αυτούς που βλέπουμε σήμερα. Αυτό δεν θα επηρέαζε το motoGP αρνητικά, το αντίθετο, θα δρούσε σαν μοχλός.
Η ίδια η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο κατηγοριών θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να δημιουργήσει ενδιαφέρον. Γιατί να μην γίνει ένας αγώνας μεταξύ των οδηγών αυτών των δύο κατηγοριών;
Δεν θα είναι εύκολο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Dorna δεν θα έπρεπε να το προσπαθήσει.
ένα άρθρο του David Emmett που δημοσιεύτηκε στις 26/5/2015 στο AsphaltandRubber.com