Είναι το παπί η πιο σημαντική μοτοσυκλέτα όλων των εποχών;

Πολλά είναι τα μοντέλα που μπορούν να χαρακτηριστούν πολύ σημαντικά για μία σειρά από λόγους. Πώς θα σας φαινόταν να μάθετε ότι το πιο σημαντικό όλων των εποχών είναι ταυτόχρονα και το πιο ταπεινό;

Ποια είναι η πιο σημαντική μοτοσικλέτα όλων των εποχών; Ας περιορίσουμε λίγο το ερώτημα:  Ποια είναι η πιο σημαντική Honda όλων των εποχών; Φυσικά, πρέπει να είναι το CB750. Ή οποιαδήποτε από αυτές τις απίστευτες 6κύλινδρες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες της δεκαετίας του 1960. Ή το NR750 με τα οβάλ πιστόνια. Περίμενε, μήπως είναι η Fireblade;

Βασικά, όχι. Δεν είναι κανένα από αυτά. Στην πραγματικότητα, μπορεί να υπάρχει μόνο μία πιο σημαντική Honda, που είναι και η πιο σημαντική μοτοσυκλέτα όλων των εποχών και αυτή δεν είναι άλλη από την Honda Super Cub, δηλαδή το γνωστό σε όλους μας παπί.

Αυτή τη στιγμή θα φαντάζεστε ότι ο λόγος είναι τα 100 εκατομμύρια κομμάτια που έχουν πουληθεί μέχρι τώρα. Αλλά όχι, θα σας απογοητεύσω για άλλη μια φορά. Ναι, κάθε μοτοσυκλέτα που πουλάει σε αυτά τα νούμερα πρέπει να είναι σημαντική επειδή μάλλον ήταν αρκετά καλή για να πουλήσει τόσα κομμάτια. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που έχω στο μυαλό μου.

Το πρωτότυπο

Μετά από 100 εκατομμύρια πωλήσεις, μπορεί να μην είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα αλλά είναι εξαιρετικά σημαντική για άλλους λόγους. Το παπί ήταν το πνευματικό παιδί των Soichiro Honda και Takeo Fujisawa. Ο Honda ήταν ο εγκέφαλος μηχανικής και παραγωγής της εταιρείας, ενώ ο Fujisawa ήταν ο χρηματοοικονομικός και επιχειρηματικός εγκέφαλος. Ο Fujisawa ήταν αυτός που είδε πρώτος ότι η φυσιολογική εξέλιξη της καθημερινής ανθρώπινης μεταφοράς ήταν από το ποδήλατο σε κάποιο σκούτερ και μετά σε κάποιο αυτοκίνητο. Η μοτοσυκλέτα δεν ταίριαζε πουθενά σε εκείνο το χρονοδιάγραμμα της εποχής. Ήθελε να το αλλάξει. Ο Soichiro το μόνο που ήθελε ήταν οι αγώνες αλλά ο Fujisawa ήταν ανένδοτος. Είχε φανταστεί μία μοτοσυκλέτα που θα ήταν τα πάντα για όλους, παντού, σε κάθε κοινωνική τάξη, στην πόλη ή στην εξοχή. Έπρεπε να είναι απλή στην κατασκευή για να επιβιώσει σε μέρη χωρίς πρόσβαση σε εξειδικευμένα εργαλεία ή ανταλλακτικά. Έπρεπε να απευθύνεται στον συνηθισμένο καταναλωτή που τον ενοχλεί ο θόρυβος, θέλει αξιοπιστία και δεν του αρέσει να λερώνεται, και να είναι απλή σε λειτουργία. Ο Soichiro φάνηκε να πείθεται και η Honda μπήκε στον χάρτη.

Για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκε ένα πρεσαριστό ατσάλινο πλαίσιο, με τον κινητήρα κάπου στη μέση. Ο τετράχρονος κινητήρας 50cc έβγαζε περίπου 5 ίππους και έδινε τελική περίπου 40 μίλια/ώρα. Η χαμηλή αναλογία συμπίεσης σήμαινε ότι ο κινητήρας μπορούσε να λειτουργήσει ακόμα και με καύσιμα χειρότερης ποιότητας. Τοποθετώντας τον κινητήρα στην μέση του σκελετού σήμαινε καλύτερη ισορροπία του μπροστινού με το πίσω μέρος, μικρότερο βάρος στον πίσω τροχό (παραδοσιακά τα σκούτερ είχαν τότε τον κινητήρα τοποθετημένο πίσω) και επέτρεπε την τοποθέτηση μεγαλύτερων τροχών κάνοντας το να έχει μία εικόνα πιο πολύ ποδηλάτου, πιο οικεία στον καταναλωτή. Το κιβώτιο ήταν τριών ταχυτήτων και δεν χρειαζόταν μοχλός συμπλέκτη. 

Η πραγματική όμως επανάσταση ήταν το πλαστικό περίβλημα που έκρυβε τα μηχανικά μέρη και την αλυσίδα και προστάτευε τα πόδια του αναβάτη. Ελαφρύ, διακριτικό και φθηνό στην παραγωγή (και αντικατάσταση), το Super Cub ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα που χρησιμοποίησε πλαστικό φέρινγκ.

Η Honda έχτισε ένα τεράστιο νέο εργοστάσιο για να κατασκευάσει 20-30.000 Super Cubs το μήνα! Όταν ο Edward Turner της Triumph, επισκέφθηκε το εργοστάσιο της Honda στη δεκαετία του 1960, είπε ότι μια τέτοια τεράστια επένδυση ήταν επικίνδυνη καθώς η αγορά των ΗΠΑ είχε ήδη κορεστεί. Σε μία ακόμη λάθος εκτίμησή του, είπε ότι μία νέα αγορά μικρών μοτοσυκλετών θα ευνοούσε την BSA-Triumph, καθώς οι οδηγοί θα συνέχιζαν σε μεγαλύτερα μοντέλα της ίδιας εταιρείας, χωρίς καν να φανταστεί ότι οι Ιάπωνες θα επικρατούσαν και σε αυτήν την αγορά, εξουδετερώνοντας την βρετανική βιομηχανία. 

Έτσι, ενώ το παπί μπορεί να θεωρηθεί ότι άνοιξε το δρόμο για την ιαπωνική κυριαρχία, μεγαλύτερη σημασία είχε ο τρόπος με τον οποίο μπήκε στην αγορά. 

Η μηχανή του marketing

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η διαφημιστική εκστρατεία της Honda είχε ως σλόγκαν: “Στην Honda γνωρίζεις τους καλύτερους ανθρώπους”. Ήταν τόσο πετυχημένη αυτή η εκστρατεία που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως case study στις επιχειρήσεις και το marketing. 

Ουσιαστικά, η σημασία της καμπάνιας ήταν ότι δεν απευθυνόταν σε οδηγούς μοτοσυκλέτας αλλά στον απλό άνδρα αλλά και την γυναίκα! Άλλαξε εντελώς την αντίληψη για την μοτοσυκλέτα και παρουσίασε το μηχανάκι αυτό ως καταναλωτικό αγαθό που δεν απαιτούσε καμία μηχανική ικανότητα ούτε αλλαγή της ταυτότητας του αναβάτη, σε μοτοσυκλετιστή ή ακόμα χειρότερα, σε “μηχανόβιο”. Όπως επεσήμανε ένας ειδικός, “η αφοσίωση που απαιτούνταν εκείνη την εποχή για την συντήρηση των μηχανών αφορούσε ένα πολύ μικρό δημογραφικό κομμάτι, τους νεαρούς με μαύρα δερμάτινα μπουφάν”

Το Honda Super Cub ήταν πολύ μακριά από την παραδοσιακή ιδέα της μοτοσυκλέτας εκείνη την εποχή αλλά από την άλλη μεριά προσέφερε την ελευθερία και την πρακτικότητα των δύο τροχών. Έβαζε τον αναβάτη σε ένα περιβάλλον που όχι μόνο δεν ήταν απειλητικό αλλά τον έκανε να νιώθει έξυπνος καθώς συμμετείχε σε ένα νέο έξυπνο σχήμα. Κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του Super Cub ήταν αναπόσπαστα με την καμπάνια, η κλειστή αλυσίδα, τα προστατευτικά στα πόδια που διατηρούσαν τα ρούχα καθαρά και η απλότητα της λειτουργίας του. 

Η Honda, με την καμπάνια αυτή άνοιξε έναν εντελώς νέο δρόμο. Αντί να προσπαθήσει να πείσει τους παραδοσιακούς άνδρες αγοραστές να επιλέξουν την Honda από άλλες μάρκες, ακολουθώντας την ίδια μηχανική προσέγγιση, η εταιρεία προσπάθησε να βελτιώσει την εικόνα της μοτοσυκλέτας γενικά και να προσελκύσει νέους αναβάτες. Στην πραγματικότητα, δημιουργώντας μια εντελώς νέα αγορά για την οποία δεν υπήρχαν άλλοι παίκτες εκείνη τη στιγμή. Ήταν τόσο επαναστατικό όσο η ίδια η μοτοσυκλέτα. 

Αρχικά, η Harley Davidson είχε προσβληθεί με την υπόνοια ότι οι αναβάτες της δεν ήταν “καλοί άνθρωποι”. Ωστόσο, βλέποντας την επιτυχία της καμπάνιας, αντέγραψε σύντομα την ιδέα με την δική της καμπάνια “Young America” επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά ότι η μίμηση είναι η πιο ειλικρινής μορφή κολακείας. 

Πηγή: Topspeed.com

Απάντηση