Ο Marco Simoncelli ήταν το λιοντάρι που βρυχάται. Ήταν ο Ιταλός που ήρθε στο MotoGP αποφασισμένος να αγωνιστεί για την κορυφή με οποιοδήποτε κόστος. Αυτό είναι το αφιέρωμα που έγραψε γι’ αυτόν ο Mat Oxley λίγες μέρες μετά τον θάνατό του στην Sepang της Μαλαισίας, στις 23 Οκτωβρίου του 2011.
Όταν πρωτοήρθε ο Marco Simoncelli στο MotoGP, είχαν καιρό να δουν κάτι παρόμοιο. Ήταν σαν ένα ακατέργαστο διαμάντι που το είχε ξεβράσει η θάλασσα σε μία παραλία με λεία βότσαλα. Ο ψηλός Ιταλός ήταν πολύ διαφορετικός από τους άλλους οδηγούς. Δεν ήταν ο ψυχρόαιμος στατιστικός αναλυτής. Ήταν ένας θερμόαιμος μαχητής που μπήκε στο ρινγκ με ένα μανιακό χαμόγελο έτοιμος να αλλάξει τα φώτα στους αντιπάλους του. Ήταν αυτός που ο συγγραφέας Hunter S Thompson αποκαλούσε “πιλότο της κόλασης”. Ακόμα και πατέρας του ο Paolo τον έλεγε πολεμιστή.
Δεν υπήρχε “κάνω πίσω” για τον Marco. Δεν υπήρχε η σκέψη ότι και μία τέταρτη θέση είναι καλή όταν μπορούσε να παλέψει για το βάθρο. Λάτρευε τις μάχες και συνήθως τις επιζητούσε πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος να αγωνίζεσαι. Κυνηγούσε όποιον και αν βρισκόταν μπροστά του.
Σε μία συνέντευξή μας στο Silverstone το 2011 μου είχε πει: “Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο στυλ οδηγών στο MotoGP, οι οδηγοί παλιάς σχολής όπως εγώ ο Rossi o Spies ο Edwards ο Capirossi και ο de Puniet και ίσως και κάποιοι άλλοι, και μετά υπάρχουν οι άλλοι, ο Lorenzo, o Stoner, o Dovizioso και ο Pedrosa. Για μένα ο σωστός τρόπος είναι ο παλιομοδίτικος. Δεν μου αρέσει το καινούργιο στυλ.” Το 2011 είχε καταφέρει να έχει λιγότερο επιζήμιες πτώσεις. Εκείνη την Κυριακή στην Sepang απλά του τέλειωσε η τύχη. Όπως και ο καλός του φίλος Valentino Rossi, ο Simoncelli ήταν από εκείνους τους οδηγούς που σε συνεπαίρνουν, τον παρακολουθούσες συνέχεια στην τηλεόραση και χαιρόσουν με το θράσος του. Τα έδινε όλα πάνω στην μοτοσυκλέτα του και όταν κατέβαινε από αυτήν γέμιζε από την συγκίνηση του κόσμου. Δεν μπορείς να ζητήσεις περισσότερα από έναν οδηγό αγώνων.
Οι οδηγοί του MotoGP ζουν σε έναν κολασμένα αγχωτικό κόσμο. Είναι ένας επικίνδυνος χώρος που διαπρέπουν μόνο ιδιαίτεροι άνθρωποι. Δέχονται τεράστια πίεση πριν μπουν στην πίστα και όταν επιστρέφουν στα pits ανακρίνονται ατελείωτες ώρες από τους μηχανικούς τους και μετά από τα μέσα ενημέρωσης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί οδηγοί είναι “αλλού” όταν οι δημοσιογράφοι τους πλησιάζουν και αρχίζουν να τους πολιορκούν κάμερες και μικρόφωνα. Αναλώνονται με το να ψάχνουν ένα δευτερόλεπτο στην τάδε στροφή και συνεχώς ασχολούνται με χαρτογράφηση κινητήρα, αναρτήσεις και ελαστικά. Το μόνο πράγμα που ξέρουν με βεβαιότητα είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν πρόκειται να τους βοηθήσουν να πάνε λίγο πιο γρήγορα γι’ αυτό και τους θεωρούν εντελώς χάσιμο χρόνου.
Ο Simoncelli δεν ήταν έτσι. Οι πρώτες φορές που μίλησα μαζί του ήταν μετά από χρονομετρημένες δοκιμές, όταν ένα τσούρμο δημοσιογράφοι κυριολεκτικά έδιναν μάχη για να αποσπάσουν την προσοχή του ενώ στεκόταν εκεί μέσα στη στολή του, με την αδρεναλίνη να τρέχει ακόμα μέσα του και τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό του.
Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ήθελαν να κουλουριαστούν σε εμβρυϊκή στάση σε τέτοιες καταστάσεις αλλά αυτός έβρισκε συναρπαστικό όλο αυτό το χάος γύρω του. Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις χαμογελαστός, γνωρίζοντας ότι για να φτάσεις ψηλά, αυτό είναι μέρος της συμφωνίας. Από την άκρη των pits χαμογελούσε και ζητούσε συγγνώμη. Ήταν ένας από τους οδηγούς που ευχαριστιόταν την σχέση μαζί σου, δεν σε αντιμετώπιζε με καχυποψία ή χλευασμό. Στις συνεντεύξεις ήταν ανοικτός και ειλικρινής, δεν φοβόταν να πει καλά ή κακά πράγματα για άλλους οδηγούς αλλά και για τον εαυτό του. Παραδέχτηκε ότι τον Ιούνιο του 2011 στο Assen είχε κάνει “ένα ηλίθιο λάθος” βγάζοντας εκτός τον Lorenzo και θα προσπαθούσε να μην το επαναλάβει. Τα αγγλικά του ήταν σωστά και η φωνή του βαρύτονη. Στις γλώσες και τα μαθηματικά άλλωστε ήταν πολύ καλός στο σχολείο. “Δεν καθόμουν ποτέ στο θρανίο μου”, έλεγε, “πάντα γυρνούσα γύρω γύρω στην τάξη και μιλούσα με τα άλλα παιδιά. Ήμουν υπερενεργητικός μαθητής”.
Και ως ενήλικας όμως ήταν έτσι. Πάντα με το γέλιο, πάντα ψάχνοντας να βρει το αστείο σε κάθε κατάσταση. Ήταν ατημέλητος και ατσούμπαλος αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου και αυτό τον έκανε αξιαγάπητο. Οι φανς τον λάτρευαν γιατί ήταν θεότρελος μέσα στην πίστα και ζεστός στην έξω ζωή. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από τα ρομπότ του MotoGP. Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος εξαρτημένος από την ταχύτητα. Ακόμα και εκτός αγώνων απολάμβανε τη ζωή στα κόκκινα κάνοντας μοτοκρος, καρτ, σκι, χορεύοντας ντίσκο.
Και έπειτα ήταν αυτά τα μαλλιά που μεγάλωναν μαζί με τη φήμη του. Όταν πρωτομπήκε στα 125 τα μαλλιά του ήταν κοντά και περιποιημένα, το 2008 είχαν αρχίσει και γίνονταν φουντωτά, το σήμα κατατεθέν του. Μερικές φορές τα μάζευε με μία στέκα, όπως και ο Rossi όταν ήταν μικρός.
Εκτός από την επιθυμία του να γίνει αθλητής, ο Simoncelli δεν είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Πίστευε ότι, αν δεν έτρεχε σε αγώνες, θα δούλευε στην τζελατερία του πατέρα του. Οι φίλοι του στο paddock ήταν ο Rossi, ο Mattia Pasini, o Raffaele De Rosa και ο Alex Baldolini. Όταν ο Rossi μπήκε στο MotoGP ο Simoncelli ήταν μόλις 9 ετών. “Μου άρεσε από την αρχή, γιατί ήταν τρελός και δεν φοβόταν να κάνει κάποιες προσπεράσεις που δεν άρεσαν στους άλλους οδηγούς.” Το άλλο του είδωλο ήταν ο Kevin Schwantz. Στο δωμάτιό του είχε αφίσες και των δύο. Ο Simoncelli γνώρισε τον Rossi για πρώτη φορά στο Assen το 2002, “ήταν μια συγκινητική στιγμή”, όπου συμμετείχε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Έγιναν φίλοι και ο Rossi τον βοηθούσε δίνοντάς του συμβουλές, τις οποίες βέβαια σταμάτησε να του δίνει όταν άρχισε να τον φτάνει.
Μέχρι τον θάνατό του ήταν δύο πολύ καλοί φίλοι και αντίπαλοι που ο ένας μάθαινε από τον άλλον. “Ο Valentino κι εγώ συναντιόμαστε κάποιες φορές και μιλάμε για την πίστα. Κάποιες φορές με ρωτάει και κάποιες φορές τον ρωτώ εγώ”. Ο Rossi είχε πει ότι ήταν σαν μικρός αδερφός του.
Φυσικά ο Simoncelli είχε και εχθρούς οι οποίοι τον χαρακτήριζαν τρελό, κακό και επικίνδυνο. Ο μηχανικός του Rossi, Alex Briggs, διαφωνούσε. “Ο μόνος λόγος που αντιπαθούν τον Marco είναι επειδή είναι νέος και γρήγορος, τόσο απλό” έλεγε ο Briggs.
Η υποκρισία των μεγαλύτερων επικριτών του ήταν συγκλονιστική, όλοι είχαν κάνει τα ίδια λάθη που είχε κάνει ο Simoncelli. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι οδηγοί είναι προετοιμασμένοι να φτάσουν στην κορυφή με κάθε τρόπο και όταν φτάνουν θέλουν οι άλλοι να τους ακολουθούν με τάξη. Ο Simoncelli δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει κάτι με τάξη.
Αυτό που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν όταν οι “εχθροί” του προτιμούσαν να παραπονιούνται στους επικεφαλής των αγώνων αντί να λύσουν τις διαφορές τους μεταξύ τους.
“Όταν έχω πρόβλημα με κάποιον πάω κατευθείαν σε αυτόν, δεν πάω να κλαφτώ στη δασκάλα”,
έλεγε ο Simoncelli.
Όλοι όμως οι αντίπαλοι αναγνώριζαν τις κορυφαίες οδηγικές του ικανότητες. Οδηγοί όπως οι Colin Edwards, Ben Spies, Loris Capirossi και Cal Crutchlow τον υποστήριζαν. Ο Edwards μάλιστα ήταν ιδιαίτερα αιχμηρός: “Δεν πας να δεις μονομάχους στην όπερα, είμαστε εδώ για να παλέψουμε”, έλεγε. “Ο Marco δεν είναι επιθετικός, απλά ευχαριστιέται τη μάχη”. Ο Simoncelli οδήγησε τους τελευταίους γύρους στην Sepang όπως οδηγούσε σε κάθε γύρο, μαζί με τον αντίπαλό του από τα 250, τον Alvaro Bautista.
Ποιος θα μας ενθουσιάζει τώρα;